Ἄριστε

Ἄριστε
Ἄριστος
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἄριστε — ἄριστος best masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἄριστ' — Ἄριστε , Ἄριστος masc voc sg Ἄρισται , Ἀρίστη fem nom/voc pl Ἄριστα , Ἀρίστης masc voc sg (doric) Ἄριστα , Ἀρίστης masc nom sg (epic doric) Ἄρισται , Ἀρίστης masc nom/voc pl (doric) ἄριστα , ἄριστον morning meal neut nom/voc/acc pl (epic) ἄ̱ριστα …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄρισθ' — Ἄριστε , Ἄριστος masc voc sg Ἄρισται , Ἀρίστη fem nom/voc pl Ἄριστα , Ἀρίστης masc voc sg (doric) Ἄριστα , Ἀρίστης masc nom sg (epic doric) Ἄρισται , Ἀρίστης masc nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄριστ' — Ἄριστε , Ἄριστος masc voc sg Ἄρισται , Ἀρίστη fem nom/voc pl Ἄριστα , Ἀρίστης masc voc sg (doric) Ἄριστα , Ἀρίστης masc nom sg (epic doric) Ἄρισται , Ἀρίστης masc nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤριστε — ἄριστε , ἄριστος best masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Paris — PARIS, ĭdis, Gr. Πάρις, ιδος, (⇒ Tab. XXXI.) 1 §. Namen. Paris soll er von παριέναι, vorüber gehen, heißen, weil er sein Schicksal, da er weggesetzet worden und sterben sollen, glücklich übergangen; nicht aber von dem Korbe, πήρα, worinnen er… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • κακοφραδής — κακοφραδής, ές (Α) (ποιητ. λ.) 1. αυτός που διανοείται να διαπράξει κακά πράγματα, κακόβουλος («Αἶαν, νεῑκος ἄριστε, κακοφραδές», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) κακοφραδές ανόητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φραδής (< φράζω), πρβλ. ολιγο φραδής] …   Dictionary of Greek

  • νείκος — νεῑκος, τὸ (Α) 1. έριδα, φιλονικία («οὐδὲν ἔτι πλέον ἐγένετο τούτων ἐς νεῑκος φέρον Ἴωσι», Ηρόδ.) 2. λογομαχία, ύβρη («Αἶαν νεῑκος ἄριστε, κακοφραδές», Ομ. Ιλ.) 3. δικαστικός αγώνας, διαφορά, φιλονικία σε δίκη («κρίνων νείκεα πολλά δικαζομένων… …   Dictionary of Greek

  • προκοπή — η, ΝΜΑ [προκόπτω] 1. πρόοδος (α. «μόνο με τη δουλειά θα δεις προκοπή» β. «ἡ ἐπὶ τὸ βέλτιον προκοπή», Πολ.) 2. (στην αρχ. μόνο στον πληθ. αἱ προκοπαί) υλική ευημερία που είναι αποτέλεσμα εργατικότητας («τόσα χρόνια στην ξενιτιά και προκοπή δεν… …   Dictionary of Greek

  • συντηρώ — (I) άω, Ν παρατηρώ με προσοχή, παρακολουθώ («στα δάση που προπάτειενε συντήραν ένα ένα», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τηρώ «βλέπω»]. (II) συντηρῶ, έω, ΝΜΑ διατηρώ, διαφυλάσσω, προφυλάσσω (α. «χρειάζεται μεγάλη προσοχή για να τά συντηρήσεις» β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”